29/9/17

Περηφάνια, της Elif Shafak



Το βιβλίο το αγόρασα κάποια στιγμή που το είχα βρει σε προσφορά επειδή μου άρεσε η περίληψη στο οπισθόφυλλο, αλλά το κρατούσα στη βιβλιοθήκη μου και δεν το διάβαζα επειδή φοβόμουν ότι θα έχει πολλές βαρύγδουπες εκφράσεις, θα είναι πολύ περιγραφικό, με δύσκολο λεξιλόγιο (ότι θα είναι δυσνόητο με λίγα λόγια) και ότι θα με στεναχωρήσει. Δεν είχα διαβάσει και άλλο βιβλίο της συγγραφέως, οπότε το άφηνα κάθε φορά στην άκρη για κάτι πιο εύκολο ή εύπεπτο.

Τελικά το διάβασα και μάλιστα ταχύτατα και το ευχαριστήθηκα κιόλας. Ο τρόπος γραφής είναι στρωτός, ήρεμος, όμορφος, περιγραφικός όσο χρειάζεται χωρίς περιττά στοιχεία, κάποιες στιγμές μάλιστα μου φαινόταν σαν να διαβάζω παραμύθι. Και φυσικά η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Η Πεμπέ και η Τζαμίλα είναι δίδυμες, τα δύο τελευταία παιδιά μιας οικογένειας που έχει ήδη άλλες έξι κόρες. Όλοι μαζί ζουν σε ένα σπίτι σε ένα Κουρδικό χωριό στις όχθες του Ευφράτη στην Τουρκία. Η Πεμπέ παντρεύεται, μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στο Λονδίνο και δημιουργεί τη δική της οικογένεια. Η Τζαμίλα συνεχίζει να ζει στο χωριό τους.
Ως αναγνώστες παρακολουθούμε την πορεία της ζωής της Πεμπέ από τη γέννησή της μέχρι το θάνατό της. Δυστυχώς (για εμένα) δεν έχει δοθεί μεγάλη έκταση στα γεγονότα των πρώτων χρόνων της ζωής της στο μικρό χωριό, θα ήθελα να "δω" λίγο περισσότερο τον τρόπο ζωής των φτωχών Κούρδων εκείνα τα χρόνια. Με κάλυψε ωστόσο πλήρως η πλοκή και η εξιστόρηση και αιτιολόγηση των γεγονότων για την ενήλικη ζωή της.
Η αφήγηση γίνεται τόσο σε πρώτο όσο και σε τρίτο πρόσωπο και η πλοκή ενώ στην αρχή φαίνεται λίγο μπερδεμένη αφού μεταφέρεται από το παρόν στο παρελθόν (αν και η χρονολογία αναφέρεται στον τίτλο του κεφαλαίου) στη συνέχεια στρώνει. Μου άρεσε πολύ η σκιαγράφηση των χαρακτήρων που εμφανίζονται στην ιστορία όπως επίσης και η επιγραμματική περιγραφή των ηθών και των συνηθειών που επικρατούσαν στους μουσουλμανικούς κύκλους του Λονδίνου τη δεκαετία του 1970 και οι διαφορές τους με τους Άγγλους.
Συνοψίζοντας θα πω ότι είναι ένα πολύ ωραίο κοινωνικό μυθιστόρημα που περιγράφει με όμορφο τρόπο δύσκολες καταστάσεις.


Βαθμολογία: 8/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου

«Η μητέρα μου πέθανε δύο φορές. Εγώ υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δε θ’ άφηνα την ιστορία της να ξεχαστεί…» Αφήνοντας πίσω τη δίδυμη αδελφή της, η Πεμπέ εγκαταλείπει την Τουρκία για την αγάπη – ακολουθώντας το σύζυγό της Αντέμ στο Λονδίνο. Εκεί οι Τοπράκ ελπίζουν να φτιάξουν μια καινούρια ζωή για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους. Κι όμως, όσο μακριά κι αν ταξιδέψουν, οι παραδόσεις και οι πεποιθήσεις που άφησαν πίσω τους οι Τοπράκ μένουν μαζί τους – μεταγγισμένες στο αίμα τους. Ο πρωτότοκος γιος τους είναι ο μικρός Ισκεντέρ, ο οποίος θυμάται την Τουρκία και νιώθει την προδοσία πιο βαθιά απ’ όλους. Η αδελφή του, η Εσμά, είναι πιστή και αφοσιωμένη παρά τον πόνο και τη θλίψη της. Και τέλος, ο Γιούνους, ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο, είναι ντροπαλός και αλλιώτικος από τους άλλους. Παγιδευμένα από τα λάθη του παρελθόντος, τα παιδιά των Τοπράκ βλέπουν τη ζωή τους να διαλύεται και να μεταμορφώνεται εξαιτίας μιας άγριας δολοφονικής πράξης. Ένα δυνατό μυθιστόρημα που ξετυλίγεται στην Τουρκία και το Λονδίνο τη δεκαετία του ’70 και του σήμερα, και διερευνά τον πόνο και την απώλεια, την αφοσίωση και την προδοσία, τα βάσανα των μεταναστών, τη ρήξη της παράδοσης με τον σύγχρονο κόσμο, καθώς και την αγάπη και την απογοήτευση που πολύ συχνά διαλύει τις οικογένειες.

Σκοτεινός αρκτικός, του Ίαν Μακγκουάιρ


Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο νόμιζα ότι θα διαβάσω ένα βιβλίο που να αφορά μια κόντρα μεταξύ του κακού (Ντραξ) και του καλού (Σάμνερ), γεμάτο με καυγάδες και σιχαμερές εικόνες. Ε, έπεσα έξω, δεν είναι έτσι.
Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Σάμνερ, πρώην στρατιωτικός χειρούργος, ο οποίος αποπλέει με το φαλαινοθηρικό Volunteer. Στο πλήρωμα ανήκει και ο Ντραξ, ένα τρισάθλιο κάθαρμα που οι πράξεις του σε κάνουν να τον σιχαθείς. Όσοι δεν διαβάζουν πολλά αστυνομικά ή θρίλερ με μεγάλη ευκολία θα τον χαρακτηρίσουν ως τον χειρότερο χαρακτήρα που συνάντησαν σε βιβλίο - ακόμη και εγώ που μια αδυναμία στα θρίλερ την έχω, με άνεση τον κατατάσσω στους αντιπαθέστατους που αν κάποιος τους σκοτώσει θα κάνει χάρη στον υπόλοιπο κόσμο. Τέλος πάντων, μαζεύεται όλο το πλήρωμα του φαλαινοθηρικού και ξεκινούν για τον Αρκτικό κύκλο προκειμένου να κυνηγήσουν φάλαινες.
Η υπόθεση είναι από τις πιο πρωτότυπες που έχω διαβάσει.  Ούτε σε ένα σημείο δεν μου φάνηκε υπερβολική, η ιστορία προχωρούσε σταδιακά χωρίς να αφήνει κενά, για τα πάντα υπήρχε επαρκής αιτιολόγηση, δεν έμεινα με αναπάντητες απορίες και γενικά το έκλεισα απόλυτα ευχαριστημένη.  Πρέπει να τονίσω επίσης ότι η περιγραφή του τοπίου και των καιρικών συνθηκών είναι εξαιρετικά ζωντανή.
Εκτός όμως από την ιστορία που μας διηγήθηκε ο συγγραφέας, το βάρος για εμένα πρέπει να δοθεί και κάπου αλλού: στα ιστορικά στοιχεία που μας δίνει. Διαδραματίζεται την εποχή της πολιορκίας του Δελχί από τους Άγγλους, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα,  μια εποχή για την οποία δεν έχουν γραφτεί πολλά βιβλία με ιστορικά στοιχεία. Εκτός από τις προφανείς πληροφορίες σχετικά με το κυνήγι φάλαινας και τον τρόπο που αποσπούσαν τα χρήσιμα τμήματα του σώματός της, ο συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες και για το ρουχισμό, τις διατροφικές συνήθειες και σε γενικές γραμμές τον τρόπο ζωής των φτωχών της εποχής. Δεδομένου ότι ο Σάμνερ είναι γιατρός, υπάρχουν επίσης πολλές πληροφορίες για την ιατρική και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν τότε.
Γενικά, μου άρεσε πολύ.  Αν το συστήνω; Κοίτα:  αν τα αναγνώσματά σου αφορούν κοινωνικά βιβλία με βασική πλοκή "η φτωχή αλλά πανέμορφη κοπέλα που ερωτεύεται τον πλούσιο νέο και αφού περάσουν από σαράντα κύματα καταλήγουν ευτυχισμένοι μαζί" μην το διαβάσεις, δε νομίζω ότι θα σου αρέσει.  Αν διαβάζεις αστυνομικά και θρίλερ πήγαινε να το πάρεις, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Αν είσαι κάπου ανάμεσα δεν ξέρω τι να σου πω, διάβασε σε ένα βιβλιοπωλείο το πρώτο κεφάλαιο και κρίνε μόνος σου αν το αντέχεις.

Βαθμολογία:  10/10, (κυρίως για τα ιστορικά στοιχεία και την πρωτοτυπία)


Το οπισθόφυλλο του βιβλίου


Ίδε ο άνθρωπος: δυσώδης, μέθυσος και βάναυσος. Ο Χένρι Ντραξ είναι μέλος του πληρώματος του φαλαινοθηρικού «Volunteer», που ξεκινά από το Γιόρκσερ για τα νερά του Αρκτικού Κύκλου. 


Στην αποστολή συμμετέχει για πρώτη φορά και ο Πάτρικ Σάμνερ, πρώην στρατιωτικός χειρουργός, με αμαυρωμένη φήμη και καθόλου χρήματα. Μην έχοντας καλύτερη επιλογή, αποφασίζει να αποπλεύσει μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα ως γιατρός του πλοίου, σε αυτό το καταδικασμένο, βίαιο, βρόμικο ταξίδι. 


Στην Ινδία, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Δελχί, ο Σάμνερ είχε δει πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος. Ήλπιζε να βρει προσωρινή ανακούφιση στο «Volunteer», ωστόσο η ανάπαυση αποδεικνύεται ανέφικτη με έναν άνθρωπο όπως ο Ντραξ ανάμεσα στους επιβαίνοντες. Η ανακάλυψη κάτι σατανικού στο αμπάρι κινητοποιεί τον Σάμνερ. Και καθώς η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών κλιμακώνεται με φόντο το παγωμένο σκότος του αρκτικού χειμώνα, ένα είναι το ερώτημα: Ποιος θα επιβιώσει μέχρι την άνοιξη; 

Με άγριο, ασταμάτητο ρυθμό και σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ, ο Ίαν ΜακΓκουάιρ πλάθει μια αξεπέραστη ιστορία ανθρωπιάς κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες. 

Ψηφίστηκε από τους New York Times ανάμεσα στα 10 καλύτερα βιβλία για το 2016.

Υποψήφιο για το βραβείο Booker 2016. (less)

15/9/17

Την Κυριακή έχουμε γάμο, του Γιάννη Ξανθούλη


Όλος παραδόξως το βιβλίο αυτό αποτέλεσε την πρώτη μου επαφή με τη γραφή του κ. Ξανθούλη, οπότε δεν ήξερα τι να περιμένω.  
Σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι μου άρεσε σαν ιστορία, ήταν μια μικρή ματιά στον τρόπο που ζούσαν οι ευκατάστατοι της περιοχής μου τα περασμένα χρόνια. Οπωσδήποτε επίσης ήταν πολύ όμορφο να διαβάζω περιγραφές για περιοχές της πόλης μου που έχουν υποστεί πολλές αλλαγές κατά τη διάρκεια των ετών που μεσολαβούν από την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μέχρι σήμερα.
Όσο για την πλοκή, μπορώ να πω ότι αν και δεν υπήρχε έντονη δράση δεν βαρέθηκα ούτε στιγμή, η ιστορία ήταν δοσμένη με τρόπο τέτοιο που μου κράτησε το ενδιαφέρον και την περιέργεια να δω τι θα γίνει στη συνέχεια. Βρήκα κάποιους χαρακτήρες του βιβλίου λίγο τραβηγμένους (όπως την Κούλα και τους συμπέθερους) αλλά όλοι οι υπόλοιποι σκιαγραφηθηκαν επαρκώς και μου ήταν πολύ συμπαθείς.
Και όσοι είστε από την ευρύτερη περιοχή Αλεξανδρούπολης ή και Κομοτηνής λύστε μου μια απορία: υπάρχει κάποια περιοχή που να λεγόταν Μακρινή ή κάποια εκκλησία "Αγίου Ελισσαίου" που εγώ τα αγνοώ; Επειδή τείνω να πιστέψω ότι άλλαξε τα ονόματα των τοποθεσιών ή είναι δημιουργήματα της φαντασίας του. 
Συμπερασματικά να πω ότι το βιβλίο το διάβασα εύκολα, ευχάριστα και με άφησε με μια γλυκιά αίσθηση- ίσως νοσταλγική για εποχές που πέρασαν και δεν τις γνώρισα. 

Βαθμολογία: 7/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 


…Ο γάμος γίνεται την Κυριακή και προκαλεί την ανατροπή στο ταξίδι. Ταξίδι στο παρατεταμένο καλοκαίρι μιας γυναίκας στα μαύρα και του μικρού γιου της. Μάνα και παιδί πενθούν έναν άντρα χαμένο στα χρόνια του πολέμου. Πληροφορίες δεν υπάρχουν παρά μόνο υποθετικό πένθος, υποθετική ορφάνια.
Και τώρα το ταξίδι. Μακρινό καλοκαιρινό ταξίδι από την Αθήνα στον Έβρο• ταξίδι φορτωμένο δισταγμούς και επιθυμίες. Εκεί θα ’ρθουν αντιμέτωποι με όλα τα διλήμματα της ζωής τους, επώδυνα και γεμάτα από τις χαρές που τους λείπουν. Πάνω τους, μια ύπουλη συναστρία ειρωνικών αστερισμών• και μέσα σ’ όλα ο γάμος, σαν οξύμωρο περιστατικό μεταξύ τρελού πανηγυριού και τραγωδίας.
Οι ήρωες της ιστορίας αυτής θα παίξουν και θα μπλεχτούν μέσα στον χρόνο. Στο παρόν και στο μέλλον, με τις τρικλοποδιές του αορίστου… Γι’ αυτό και τα αισθήματά τους, έντονα όσο ποτέ, θα ενηλικιωθούν με επικίνδυνη ταχύτητα. Μέσα από τη ματιά του παιδιού κι ενός καλοκαιριού με συστατικά τον έρωτα, το πάθος, τον θάνατο και το γέλιο. Όπως η ίδια η ζωή. Και πίσω απ’ όλα ο γάμος, σαν πρόσχημα σοβαρό, με την αστεία αθωότητά του.
Τώρα τι σχέση μπορεί να έχει ο Ιορδάνης Μακρής με τον Ιορδάνη Λεοντίου και την κοινή τους λαχτάρα για το ταξίδι-περιπέτεια, ας το αφήσουμε σε όσους συμμερίζονται τους γρίφους και αποδέχονται την πρόσκληση στον γάμο της Κυριακής.

7/9/17

Ο κήπος του χειμώνα, Kristin Hannah.


Για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου με μια πρόταση: σίγουρα το βιβλίο είναι ένα από τα καλύτερα που διάβασα φέτος. Μπορεί να υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι με την ανομοιογένεια ανάμεσα στα δύο μέρη του βιβλίου, αλλά δεν με πείραξε καθόλου αυτό. 
Στο πρώτο μέρος (περίπου το πρώτο μισό του βιβλίου) που διαδραματίζεται στο παρόν, μας δίνεται με εξαιρετικά αναλυτικό τρόπο η σχέση της Άνιας με τις δυο της κόρες. Μετά το θάνατο του πατέρα οι τρεις γυναίκες πρέπει πια να βρουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν. Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει έντονη δράση σε αυτό το τμήμα του βιβλίου, όμως δεν βαριόμουν καθόλου όσο το διάβαζα. Οι περιγραφές των χαρακτήρων και των συναισθημάτων των κοριτσιών χτίζονται σε κάθε σελίδα και μέχρι τη μέση του βιβλίου είχα αγαπήσει πολύ την υποχωρητική, πάντα έτοιμη να θυσιαστεί για την οικογένειά της Μέρεντιθ και την τελείως αντιθέτου χαρακτήρα Νίνα που δεν μπορεί να δεσμευτεί σε τίποτα. Θα μπορούσε να συνεχίσει έτσι για άλλες τόσες σελίδες το βιβλίο και θα μιλούσα για ένα σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα που δίνει βάση στην περιγραφή των χαρακτήρων και τις σχέσεις που αναπτύσσονται σε μια (δυσλειτουργική ίσως) οικογένεια. 
Όμως μετά έρχεται το δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου η διήγηση αλλάζει τελείως. Και μάλιστα η μεγάλη αλλαγή ξεκινάει από τη στιγμή που αλλάζει το πρόσωπο στην αφήγηση της μητέρας, από τρίτο γίνεται πρώτο. (έλα τώρα, εσύ που ήδη διάβασες το βιβλίο κάπου εκεί άρχισες να κλαις, έτσι δεν είναι; ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάσει όλη του την αίγλη το πολύ ωραίο αλλά αρκετά στάσιμο πρώτο μισό του βιβλίου, και εσύ να καταλήξεις να κλαις σαν το χαζό κάθε τρεις και λίγο ("δε θα κλάψω- δε θα κλάψω- δε θα κλάψω- φτου, πάλι κλαίω"). 
Όλοι γνωρίζουμε το ρόλο που έπαιξε η Σοβιετική Ένωση στην πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και ίσως οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει για την πολιορκία του Λένινγκραντ. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα βιβλίο που περιγράφει τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην πόλη μέχρι οι πρωταγωνιστές να καταφέρουν να δραπετεύσουν μέσω της παγωμένης λίμνης. Οι περιγραφές είναι ζωντανές, καταλαβαίνεις τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο να βρουν φαγητό και νερό, να καταφέρουν να ζεστάνουν τα σπίτια τους σε σημείο που να είναι βιώσιμα, την κούραση από την καθημερινή πεζοπορία, την εξάντληση από την πείνα και γενικά όλες τις κακουχίες. Λίγο πολύ όλα αυτά τα περίμενα όταν είδα ότι το βιβλίο αναφέρεται στην εποχή της πολιορκίας, οπότε δεν ήταν αυτό που με ενθουσίασε. Η ιστορία γίνεται βαθιά συναισθηματική, οι σχέσεις των ηρώων περιγράφονται με απλές αλλά πολύ ζωντανές λέξεις και καταλήγεις να συμπάσχεις με όλους. Και μάλιστα πρέπει να δώσω συγχαρητήρια στη συγγραφέα επειδή δεν προχώρησε σε συναισθηματικούς εκβιασμούς με αναλυτικές περιγραφές των συναισθημάτων, αλλά έμεινε κατά το δυνατόν στα γεγονότα που περιγράφει- και φυσικά δεν αναφέρομαι στα ιστορικά γεγονότα αλλά στην πλοκή της ιστορίας.


Βαθμολογία: 9/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Λένινγκραντ, 1941. Μια πόλη άλλοτε ονειρεμένη, τώρα πολιορκείται από τους Ναζί –θαμμένη στο χιόνι, αποκομμένη από κάθε βοήθεια… Μια πόλη γεμάτη γυναίκες που πασχίζουν απεγνωσμένα να σώσουν τα παιδιά τους και τον εαυτό τους –με κάθε τίμημα…
Σιάτλ, 2000. Η Άνια Γουίτσον χάνει τον σύζυγό της και νιώθει μεμιάς τα χρόνια και τη θλίψη να τη βαραίνουν αβάσταχτα. Είναι πια ώρα ν’ απλώσει το χέρι στις αποξενωμένες κόρες της. Σιγά σιγά, διστακτικά, αρχίζει να τους εξιστορεί ένα παραμύθι για μια όμορφη μικρή Ρωσίδα που ζούσε σε μια μαγική πόλη πριν από μια ολόκληρη ζωή…
Η Νίνα και η Μέρεντιθ έχουν ακούσει πολλές φορές την αρχή του παραμυθιού, αλλά ποτέ το τέλος. Αυτή τη φορά, αποφασισμένες να βρουν την αλήθεια πίσω από τον μύθο, θα πιέσουν τη μητέρα τους να διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία. Και θα ανακαλύψουν ένα μυστικό τόσο αδιανόητο που θα τις ταράξει συθέμελα –και θα τις κάνει να δουν με άλλα μάτια τη μητέρα τους, την οικογένειά τους, αλλά και τη δική τους ζωή.
Ο Κήπος του Χειμώνα είναι μια επική ιστορία αγάπης στη Ρωσία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μια ιστορία για τους ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στις γυναίκες –μητέρες, κόρες, αδερφές– την ενοχή και την εξιλέωση. Είναι μια ιστορία για τον πόλεμο –όχι των ηρώων, αλλά των απλών ανθρώπων που τον κουβαλούν μέσα τους ακόμη κι όταν έχει πια από καιρό τελειώσει.