10/4/24

Ένα βήμα πίσω - Χένινγκ Μανκέλ

Χένινγκ Μανκέλ

Λογικά όλοι τον ξέρετε τον Μανκέλ και τον ντετέκτιβ του τον Κουρτ Βαλάντερ, οκ, παραδέχομαι ότι έμεινα πίσω σε αυτό το θέμα, αλλά προς υπεράσπιση μου θα πω ότι υπήρξε κάποια στιγμή που βαρέθηκα τις σειρές αστυνομικών μυθιστορημάτων και μαζί με σχεδόν όλους τους Σκανδιναβούς πήρε η μπάλα και τον Μανκέλ. 

Λοιπόν, το βιβλίο είναι πάρα πολύ ωραίο. Υπάρχει απόλυτη αρμονία στις σελίδες που αφιερώνει ο συγγραφέας στην προσωπική ζωή του πρωταγωνιστή του και στις ενέργειες για τον εντοπισμό του δολοφόνου. Επίσης, ένιωσα να με σέβεται όταν περιέγραφε τις δολοφονίες - δεν υπάρχουν πουθενά υπερβολικές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να με ταράξουν, όλη η ένταση που δημιουργείται οφείλεται στην ατμόσφαιρα και στην απολαυστική περιγραφή των σκέψεων και των προσπαθειών της ομάδας αστυνομικών. 

Πάρα πολύ καλογραμμένο, απολαυστικό, είχα χρόνια να ευχαριστηθώ τόσο πολύ με αστυνομικό μυθιστόρημα. 

Βαθμολογία: 9/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Στα μέσα του καλοκαιριού, τρεις νεαρές κοπέλες ντυμένες με ρούχα εποχής βρίσκονται δολοφονημένες σ' ένα απομονωμένο λιβάδι στη σουηδική επαρχία Σκόνε. Όταν δολοφονείται και ένας από τους πιο στενούς και έμπιστους συνεργάτες του επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ πάνω στον οποίο στηριζόταν για να λύσει το έγκλημα, ο Βαλάντερ υποψιάζεται ότι οι δύο φόνοι συνδέονται με κάποιο τρόπο. Αλλά δεν ξέρει από πού να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι, αφού το μόνο στοιχείο που έχει στα χέρια του είναι η φωτογραφία μιας γυναίκας την οποία κανείς δε φαίνεται να γνωρίζει στη Σουηδία. Παλεύοντας να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα του και να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα υγείας, ο Βαλάντερ ακολουθεί απεγνωσμένα τα ίχνη του δολοφόνου σε μια προσπάθεια να τον πιάσει προτού ξαναχτυπήσει. Ό,τι κι αν κάνει, όμως, φαίνεται ότι είναι πάντα ένα βήμα πίσω...

Ο Χένινγκ Μανκέλ επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι κατέχει την κορυφή στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος.

5/4/24

Το κορίτσι που έφτυνε φωτιά - Τζούλια Μπινάντο Μέλις

Τζούλια Μπινάντο Μέλις

Η Μίνα είναι μαθήτρια δημοτικού, πάσχει από καρκίνο και χρειάζεται να νοσηλευτεί για καιρό μέσα σε παιδιατρικό νοσοκομείο. Το βιβλίο ξεκινά με τα συμπτώματα που ένιωσε και οδήγησαν στην διάγνωση της νόσου και μας περιγράφει την περίοδο της θεραπείας της κυρίως μέσα αλλά και εκτός νοσοκομείου. Παρότι το θέμα με το οποίο ασχολείται είναι απίστευτα βαρύ και στενάχωρο, στην πραγματικότητα το βιβλίο είναι γραμμένο ανάλαφρα, βγάζει μια παιδικότητα. 

Η Μίνα και ο Λορέντζο, ο συνομήλικος φίλος που κάνει στο νοσοκομείο και νοσηλεύεται στο διπλανό δωμάτιο, δεν μπορούν να αντιληφθούν ακριβώς τι είναι αυτό που τους συμβαίνει. Δεν τους αφήνει η ηλικία και και δεν έχουν τις απαιτούμενες εμπειρίες. Θυμώνουν με τον γιατρό γιατί πιστεύουν ότι αυτός φταίει που δεν πηγαίνουν σπίτι τους επειδή θέλει να τους δίνει φάρμακα, εκμεταλλεύονται περιστασιακά την αρρώστια τους για να τους κάνουν τα ελάχιστα χατίρια που ζητούν, βαριούνται και εφευρίσκουν τρόπους για να περάσουν την ώρα τους. Όλα αυτά όταν είναι καλά, γιατί πολλές φορές οι παρενέργειες της θεραπείας τους νικούν. Βλέπεις, η ζωή τους είναι τελείως διαφορετική από των υπολοίπων παιδιών της ηλικίας τους και όμως, προσπαθούν και δε χάνουν την παιδικότητά τους. 

Όλο το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με αφηγητή τη Μίνα, που μας μιλά για τις σκέψεις και μας περιγράφει την καθημερινότητά της με τρόπο απλό, συγκινητικό, ακόμη και αστείο κάποιες φορές. Παρά τα όσα πέρασε, συνεχίζει να είναι ένα παιδί που θα κάνει την μικρή ή μεγάλη ζαβολιά του, ένα παιδί που προσπαθεί να εξηγήσει με το δικό του τρόπο τα όσα συμβαίνουν. Ακόμη και τη στιγμή που χρειάζεται να  αντιμετωπίσει την αφόρητα σκληρή πραγματικότητα.

Στο βιογραφικό της συγγραφέως γράφει ότι το βιβλίο είναι βασισμένο στην προσωπική της εμπειρία από την μακρόχρονη νοσηλεία της όταν ήταν παιδί. Φαίνεται ότι υπάρχουν βιωματικά στοιχεία μέσα, δεν θα μπορούσε καμία ιστορία γεννημένη από τη φαντασία του συγγραφέα να είναι τόσο αληθινή. Επίσης, στο οπισθόφυλλο λέει ότι το βιβλίο αφήνει το αποτύπωμα του στην καρδιά του αναγνώστη και σίγουρα θα συμφωνήσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσω τους δύο πρωταγωνιστές του, πιστεύω ότι πολλές εικόνες θα μείνουν μέσα μου για πάντα. 

Να συνοψίσω λέγοντας μόνο αυτό: πρόκειται για ένα πραγματικά πολύ ωραίο βιβλίο, πάρα πολύ καλογραμμένο, μια καταγραφή τη ψυχής της συγγραφέως που δημιουργεί πολύ ζωντανές εικόνες και σε αφήνει με μια περίεργη "γεύση" και μπερδεμένα συναισθήματα.  

Βαθμολογία: 10/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Το όνομά μου είναι Μίνα και μου αρέσουν πολλά πράγματα: οι πικραλίδες, η κονσέρβα τόνου, τα βιβλία, η ρικότα, οι πυγολαμπίδες, αλλά κυρίως οι δράκοι και οι φωτιές που βγάζουν από το στόμα τους. Κανείς δε σκοτώνει τους δράκους, είναι πολύ δυνατοί, και γι’ αυτό νιώθω ότι ανήκω στην οικογένειά τους. Πραγματικά, την πρώτη φορά που συνάντησα τον Λορέντσο, δε φοβήθηκα. Ήταν πολύ νευριασμένος, φώναζε και με στραβοκοίταξε. Όμως ξέρω ότι ήταν απλώς πολύ θυμωμένος, όπως εγώ. Δε μας αρέσει καθόλου που είμαστε εδώ μέσα, κι αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να γίνουμε φίλοι. Δε μασάμε. Είμαστε πραγματικά μούτρα και μπροστά μας όλοι στέκονται προσοχή, ακόμη κι ο φόβος.

Η Μαρτίνα, αλλιώς Μίνα, αρρωσταίνει ξαφνικά και από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στην παιδιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου του Τορίνο, όπου υποβάλλεται σε πολλαπλούς κύκλους χημειοθεραπείας. Εκεί γνωρίζει τον Λορέντσο και γίνονται αμέσως φίλοι. Μέσα στο νοσοκομείο, τα δύο παιδιά επαναστατούν στη σκληρή πραγματικότητα φτιάχνοντας έναν δικό τους φανταστικό κόσμο.

Υπάρχουν βιβλία που αφήνουν για καιρό έντονο το αποτύπωμά τους στην καρδιά του αναγνώστη. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι Το κορίτσι που έφτυνε φωτιά. Γινόμαστε εμείς οι ίδιοι η Μίνα, καθώς ακούμε τη φωνή του παιδιού μέσα μας, καθώς αφήνουμε τη φαντασία να μας οδηγήσει όπως τους ήρωες της ιστορίας...

3/4/24

Όταν έρχονται οι ξένοι - Ivar Leon Menger

Ivar Leon Menger

Λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Ξεκινάει καλά, με την περιγραφή της ζωής στο νησί. Δεν περιγράφει τόσο πολύ τους χώρους αλλά εντάξει, παίρνεις μια γενική ιδέα για το πώς είναι ολόκληρο το νησί και το σπίτι. Στην πορεία έχει αρκετά έντονες σκηνές (όχι σπλάτερ) αλλά πιστεύω ότι μπορούν να το διαβάσουν και έφηβοι. Και σαν ιδέα ήταν καλή, με εξέπληξε κάνα δυο φορές. 

Το πρόβλημα είναι πως προς το τέλος ένιωσα ότι το παρατράβηξε, η αλλαγή στη συμπεριφορά κάποιου χαρακτήρα ήταν τεράστια, δεν με έπεισε. Επίσης, με κούρασε η συνεχής επανάληψη μιας σωματικής αντίδρασης της πρωταγωνίστριας, βασίζει πολλά στοιχεία της πλοκής σε αυτήν. 

Τέλος πάντων, ίσως απλά απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες, δεν ξέρω. Διαβάζεται εύκολα, είναι μικρό και δεν προλαβαίνει να κουράσει, το τελείωσα πριν το καταλάβω. 

Βαθμολογία: 3/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Οι ξένοι είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζεις

Ζουν στην απόλυτη απομόνωση, σε μια ξύλινη καλύβα βαθιά μέσα στα δάση ενός μικρού νησιού: η μητέρα, ο πατέρας και δυο παιδιά στην εφηβεία. Η απέναντι στεριά μόλις που ξεχωρίζει πέρα μακριά. Η δεκαεξάχρονη Γιούνο και ο αδερφός της περνούν τις μέρες τους ψαρεύοντας, ψήνοντας γλυκά και παίζοντας επιτραπέζια τα κυριακάτικα απογεύματα. Κι όλα αυτά υπό έναν διαρκή φόβο. Γιατί στην αντίπερα όχθη παραμονεύουν ήδη οι ξένοι. Μπορεί να κάνουν την εμφάνισή τους από στιγμή σε στιγμή. Και τότε θα πάρουν εκδίκηση για κάτι που τους έκανε ο πατέρας πολύ καιρό πριν. Οι ξένοι θα έρθουν με έναν σκοπό: να ξεκληρίσουν ολόκληρη την οικογένεια. Γι’ αυτό ο πατέρας έχει σκάψει ένα μυστικό καταφύγιο. Εκεί μέσα μπορούν να νιώθουν ασφαλείς. Ακόμα…

ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΝ.

ΘΑ Σ’ ΑΓΑΠΟΥΝ.

ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ.